Η adhocracy, ως ιδέα, δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1968, ο Warren Bennis εισήγαγε τη λέξη adhocracy στο βιβλίο του, The Temporary Society (Η προσωρινή κοινωνία), αλλά ο όρος έγινε πολύ πιο δημοφιλής το 1970 χάρη στον Alvin Toffler και το διεθνές μπεστ-σέλλερ του, Future Shock (Το σοκ του μέλλοντος, Κάκτος 1994). Η ιδέα, που υιοθετήθηκε συχνά στο πεδίο των επιχειρήσεων, το 1972 γίνεται γνωστή με τον όρο adhocism στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής και του design, όταν ο Charles Jencks και ο Nathan Silver δημοσιεύουν ένα βιβλίο τους με αυτό τον τίτλο (Adhocism: The Case for Improvisation), όπου ο Τζενκς γράφει: «Adhocism είναι η τέχνη του να ζεις και να κάνεις πράγματα ad-hoc – να αντιμετωπίζεις αμέσως τα προβλήματα, χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα υλικά, αντί να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή ή την “ορθή” προσέγγιση». Μερικά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Robert Waterman Jr. αναφέρει για πρώτη φορά τον όρο adhocracy, δίνοντάς του την εξής ερμηνεία: «Οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης διατέμνει τα τυπικά γραφειοκρατικά πλέγματα για να εντοπίσει ευκαιρίες, να επιλύσει προβλήματα και να επιτύχει αποτελέσματα». Έκτοτε, η οικονομική ανάπτυξη των δεκαετιών του 1990 και του 2000 έθεσε εκτός της καθημερινής ροής εργασιών και ρουτίνας την ιδέα μιας ad-hoc προσέγγισης, τουλάχιστον στο Δυτικό κόσμο.
Από το 2008, μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι αγώνες διεκδίκησης δικαιωμάτων και οι εξεγέρσεις σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο έδειξαν ότι η αίσθηση συλλογικότητας είχε εκ νέου ανακαλυφθεί και ότι ο δημόσιος χώρος ήταν το μέρος όπου συνέβαινε αυτό. Σε συνδυασμό με την ταχεία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών την ίδια χρονική περίοδο, η εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων, τα smartphones και η ευκολία πρόσβασης στο Ίντερνετ επέτρεψαν τη δημιουργία δικτύων που συνεργάζονταν ακόμα κι αν τα μέλη τους βρίσκονταν σε πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους τοποθεσίες. Σκοπός τους ήταν να δώσουν απαντήσεις σε εκείνη την δυσάρεστη και άδικη κατάσταση, κάτι που εύκολα μετασχηματίστηκε σε μια γρήγορη απάντηση στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και του design, βασισμένη πάνω απ’ όλα σε μια τεχνο-αισιόδοξη προσέγγιση, χωρίς να υπάρχει από πίσω κάποια ουσιαστική σκέψη ή προβληματισμός πάνω στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.